- υποδενδρυάζω
- Α1. κρύβομαι από φόβο κάτω από δένδρο2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποδενδρυάζειντὸ ἐξ ἀφανοῡς καὶ αἰφνιδίως ἐπιφαίνεσθαι».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δενδρυάζω «κρύβομαι μέσα στα δένδρα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποδενδρυάζειν — ὑποδενδρυάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδενδρυάζοντας — ὑποδενδρυάζω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδενδρυάσαι — ὑποδενδρυά̱σᾱͅ , ὑποδενδρυάζω fut part act fem dat sg (doric) ὑποδενδρυάζω aor inf act ὑποδενδρυάσαῑ , ὑποδενδρυάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)